έλλειμμα

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἔλλειμμα)
αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει
νεοελλ.
φρ.
1. «έλλειμμα ταμείου» — το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται του λογιστικού υπολοίπου
2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών εισαγόμενων εμπορευμάτων σε μια χώρα είναι μεγαλύτερη από την αξία τών εξαγόμενων
3. «έλλειμμα διεθνούς ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών διεθνών υποχρεώσεων πληρωμής μιας χώρας υπερβαίνει την αξία τών διεθνών αξιώσεων πληρωμής της
4. «έλλειμμα δημόσιου προϋπολογισμού» — το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα του κράτους υπολείπονται του συνόλου τών δαπανών
αρχ.
1. έλλειψη, ελάττωμα
2. υπόλειμμα.