Ἑλλησποντιάς

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. Adj.

   A of the Hellespont, θάλασσα Archestr.Fr.35.14B.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλησποντιάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθ., ἡ τοῦ Ἑλλησπόντου, τηλοῦ θαλάσσης Ἑλλησποντιάδος Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 278D· - Ἑλλησποντίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 446.

Spanish (DGE)

-άδος
helespontíade, del Helesponto θάλασσα Archestr.SHell.166.14.

Greek Monolingual

ἑλλησποντίας και ιων. τ. ἑλλησποντίης, ο (Α)
1. άνεμος που πνέει από τον Ελλήσποντο
2. καικίας, βορειοανατολικός άνεμος.