βορειοανατολικός

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ του βορρά και της ανατολής
2. εκείνος που είναι στραμμένος ή προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και ανατολής («βορειοανατολική πλευρά», «βορειοανατολικός άνεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν της Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].