ἐμβόσκω
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
1 en v. act., c. suj. de pers. apacentar ganado, pastorear actividad prohibida en bosques sagrados ἐὰν δέ τις τῶν δημοσίων ἐνβόσ[κῃ] ... ἔνοχος ἔστω καὶ ἀσεβείᾳ IStratonikeia 513.55 (III d.C.), cf. IG 12(6).171.15 (II d.C.).
2 en v. med. pacer, pastar, apacentarse el ganado θρέμμασιν ἐμβόσκεσθαι τὰς κτήσεις ἀνέντες Ph.2.473, πεδία εὔχορτα καὶ ἐπιτηδειότατα ἐμβόσκεσθαι terrenos de buenos pastos y muy apropiados para el apacentamiento Ph.2.289, cf. 131
•fig., del deseo comparado con un animal, c. dat. loc. ἔδει ... αὐτὴν (ἐπιθυμίαν) ἐμβόσκεσθαι τόποις, ἐν οἷς τροφαί τε καὶ ὀχεῖαι Ph.2.351.
Greek Monolingual
ἐμβόσκω (Α)
1. (για ζώα) βόσκω μέσα σε κάποιον χώρο
2. μέσ. ἐμβόσκομαι
(για χορτάρι ή περιοχή) είμαι κατάλληλος για βοσκή.