ἐμβόσκω

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 806] (s. βόσκω), darin weiden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβόσκω: βόσκω ἐντός, Φίλων 2. 289, 38.

Spanish (DGE)

1 en v. act., c. suj. de pers. apacentar ganado, pastorear actividad prohibida en bosques sagrados ἐὰν δέ τις τῶν δημοσίων ἐνβόσ[κῃ] ... ἔνοχος ἔστω καὶ ἀσεβείᾳ IStratonikeia 513.55 (III d.C.), cf. IG 12(6).171.15 (II d.C.).
2 en v. med. pacer, pastar, apacentarse el ganado θρέμμασιν ἐμβόσκεσθαι τὰς κτήσεις ἀνέντες Ph.2.473, πεδία εὔχορτα καὶ ἐπιτηδειότατα ἐμβόσκεσθαι terrenos de buenos pastos y muy apropiados para el apacentamiento Ph.2.289, cf. 131
fig., del deseo comparado con un animal, c. dat. loc. ἔδει ... αὐτὴν (ἐπιθυμίαν) ἐμβόσκεσθαι τόποις, ἐν οἷς τροφαί τε καὶ ὀχεῖαι Ph.2.351.

Greek Monolingual

ἐμβόσκω (Α)
1. (για ζώα) βόσκω μέσα σε κάποιον χώρο
2. μέσ. ἐμβόσκομαι
(για χορτάρι ή περιοχή) είμαι κατάλληλος για βοσκή.