ἔμβλησις

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

εως, ἡ, (

   A ἐμβάλλω 11) impaction, Hp.Loc.Hom.47.    II reduction of dislocations, Paul. Aeg.6.114.

German (Pape)

[Seite 806] ἡ, das Hineinwerfen, Einschalten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλησις: -εως, ἡ, (ἐμβάλλω ΙΙ) τὸ ἐμβάλλειν, ἔμπτωσις, Ἱππ. 423. 31.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
aplicación, acoplamiento, contacto c. gen. ἡ ἔ. τῆς (μήτρης) ἐς τὸν κρήμνον Hp.Loc.Hom.47.8
medic. reinserción, reducción de un hueso dislocado, Paul.Aeg.6.114.7.

Greek Monolingual

ἔμβλησις, η (AM)
μσν.
1. μεταφορά δημόσιων προμηθειών
2. (για εξάρθρωση) συστολή
αρχ.
το να πέσει κάτι μέσα σε κάτι άλλο.