εμπόλεμος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐμπόλεμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι
αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους
3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη κατάσταση» — η θέση ενός κράτους που διεξάγει πόλεμο
β. «εμπόλεμη δύναμη συντάγματος» — ο αριθμός τών ανδρών συντάγματος που προβλέπεται σε καιρό πολέμου
γ. «εμπόλεμη ζώνη» — πολεμική περιοχή, ζώνη επιχειρήσεων).