ἐναπορρίπτω

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

   A throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.

Spanish (DGE)

tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).

Greek Monolingual

ἐναπορρίπτω (AM)
απορρίπτω, πετώ μέσα σε κάτι.