-η, -ο (AM ἔνδηλος, -ον)1. φανερός, ολοφάνερος2. (για πρόσ.) γνωστός («καίπερ οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοις Ἀθηναίοις», Θουκ.).