ἐνδιαφθείρω

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

fut. -ερῶ,

   A to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.