(Μ ἐνεχυριάζω)δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειομσν.παίρνω κάτι ως ενέχυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].