ενεχυριάζω

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].