ενεργής

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐνεργής, -ές (Α)
μσν.
οξύς, ισχυρός
αρχ.
1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.)
2. (για φάρμακο) δραστικός
3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός.