ἐνεχυριάζω

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ἐνεχῠρ-ιασμός, later forms for ἐνεχυράζω, -ασμός, Just.Nov.134.7, 52.1, Gloss.:—also ἐνεχῠρ-ιασία, ἐνεχῠρ-ίασις, ἐνεχῠρ-ιαστής, ib.

German (Pape)

[Seite 840] schlechtere Form für ἐνεχυράζω, Pol. 6, 37, 8, u. so die Abgeleiteten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεχῠριάζω: -ιασμός, τύπος πλημμελὴς ἀντὶ ἐνεχυράζω, -ασμός.

Spanish (DGE)

• Morfología: [delf. aor. inf. -ιάξαι IGC 40.17 (Delfos IV a.C.)]
1 tomar en prenda, embargar cautelarmente ἴ κα ὁ πράκτηρ ἐνεχυριάξαι πλέον θέλῃ ἐνιαυτοῦ τόκον IGC 40.17 (Delfos IV a.C.), en uso abs. Plb.6.37.8, I.AI 4.268.
2 dejar en prenda, empeñar, pignorar πρόσωπον ἐλεύθερον ὑπὲρ χρέους Iust.Nou.134.7, cf. Gloss.2.298, abs. ἐνεχυριάζω διὰ τοῦ οἰκονόμου SB 12943.4 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].