ἐνθεάζω (AM) ένθεοςείμαι ένθεος, γίνομαι ένθεος, θεόληπτος, γεμίζω από θεία έμπνευση, κατέχομαι από θείο πνεύμα («μάντις χρησμοὺς λέγων καὶ ἐνθεάζων», Απολλόδ.).