ενζεύγνυμι

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).