ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
Ν1. δένω σφιχτά2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) σφιχτοδεμένος, -η, -οαυτός που έχει σφριγηλό σώμα, σφριγηλούς μυς, σε αντιδιαστολή με τον πλαδαρό ή χαλαρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + δένω].