σφιχτοδένω

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

Ν
1. δένω σφιχτά
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) σφιχτοδεμένος, -η, -ο
αυτός που έχει σφριγηλό σώμα, σφριγηλούς μυς, σε αντιδιαστολή με τον πλαδαρό ή χαλαρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + δένω].