A v. ἐμπλέω.
[Seite 845] ion. = ἐμπλέω, Opp. H. 1, 260.
ἐνιπλώω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπλέω, Ὀππ. Ἁλ. 1. 260.
ἐνιπλώω (Α)ιων. τ. του εμπλέωπλέω μέσα.