εμπλέω

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

ἐμπλέω και ιων. τ. ἐμπλώω και ἐνιπλώω (Α)
1. ταξιδεύω
2. επιπλέω
3. παθ. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι.