Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Μ ἐντοπίζω)1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτι («εντοπίζω τον δράστη»).