εξάδελφος
Greek Monolingual
και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο
θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα)
το παιδί του αδελφού ή της αδελφής του πατέρα ή της μητέρας
νεοελλ.
α) «πρώτοι εξάδελφοι» — παιδιά αδελφών
β) «δεύτεροι εξάδελφοι» — παιδιά πρώτων εξαδέλφων
γ) «τρίτοι εξάδελφοι» — παιδιά δεύτερων εξαδέλφων
αρχ.
ανεψιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αδελφός].