εξαπίνης

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας)
ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ' ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με τα άφαρ, άφνω δεν έχει ισχυρή βάση].