(I)ἐξαύω (Α) αύωβγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.———————— (II)ἐξαύω (Α) αύωθερμαίνω.———————— (III)ἐξαύω (Α) αὔωξεφωνίζω, κραυγάζω.