-η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβέςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονονχρονικό διάστημα έξι ετών.