ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) έρομαι1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.)2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον.