επαγωγέας

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἐπαγωγεύς)
νεοελλ.
σύστημα που χρησιμεύει για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
βλ. επάγον
αρχ.
1. στρώμα πηλού πάνω σε τοίχο
2. στον πληθ. αυτοί που εισάγουν τις μηνιαίες δίκες («οἱ τάς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες
ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί», Πολύδ.).