επαγωγικός

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.