επανακυκλώ

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπανακυκλῶ, -έω και σπαν. -όω (Α) κυκλώ
1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι
2. επαναλαμβάνω
3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά
4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά.