επανορθωτής
Greek Monolingual
ο (Α ἐπανορθωτής) επανορθώνω
αυτός που επανορθώνει
αρχ.
1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος της παρατάξεως σε ώρα μάχης
2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους Ρωμαίους corrector civitatis
3. (για συγγράμματα) αυτός που επιφέρει διορθώσεις
4. φρ. «επανορθωτής τών τρόπων» — αξίωμα ρωμαϊκό, ο επόπτης τών ηθών, λατ. corrector morum («ἐπανορθωτής τῶν τρόπων αἱρεθείς», Δίων Κάσσ.).