ἐπερέφω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A put a cover upon, roof, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39.

German (Pape)

[Seite 917] unter Dach bringen, fertig bauen, ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il. 1, 39, s. ἐρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπερέφω: μέλλ. -ψω, στεγάζω, σκεπάζω, ἐπιθέτω ὀροφὴν ἢ κοσμῶ, εἴποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, «ὠρόφωσα, ἐστεφάνωσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 39· πρβλ. ἐρέφω.

Greek Monolingual

ἐπερέφω (Α)
στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»].