ἐπημύω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. ἐπήν, v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] sich senken, neigen, VLL. ἐπικατακλᾶν, ἐμπίπτειν; Nic. Th. 870; ἐπημύει δὲ κεραίη Opp. Hal. 1, 228 [wo υ, vgl. ἠμύω; Philostr. im. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημύω: κλίνω πρὸς τὰ κάτω, κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἠμύω.

French (Bailly abrégé)

se pencher.
Étymologie: ἐπί, ἠμύω.

Greek Monolingual

ἐπημύω (Α)
γέρνω, λυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»].