(AM ἐπιδαψιλεύω)χορηγώ πλουσιοπάροχααρχ.1. υπάρχω σε αφθονία2. μέσ. έπιδαψιλεύομαιδιασαφώ, εξηγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].