ἐπικνίζω (Α)1. ξύνω στην επιφάνεια2. (για άροτρο) σχίζω3. «ἐπικνίζεταιδάκνεται» (Λεξικό Σούδα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»].