επικρούω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐπικρούω)
χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)
νεοελλ.
εξετάζω ασθενή με επίκρουση
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)
2. εμπαίζω, χλευάζω
3. επικροτώ.