επίκρουση
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek Monolingual
η (Α ἐπίκρουσις) επικρούω
χτύπημα
νεοελλ.
1. ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο γιατρός εντοπίζει ενδεχόμενες εσωτερικές αλλοιώσεις χτυπώντας με τα δάχτυλα περιοχές του σώματος και εξετάζοντας την ηχητικότητα, την ελαστικότητα και την πρόκληση πόνου
2. η ανάφλεξη εκρηκτικού γεμίσματος, καψουλιού, με κρούση.