επιρράσσω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπιρράσσω (Α) ράσσω
1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.)
2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή («μή τι Διός κεραυνὸς ἤ τις ὀμβρία χάλαζ’ ἐπιρράξασα», Σοφ.)
4. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον.