ἐπιπάλλω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».

French (Bailly abrégé)

brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.

Greek Monolingual

ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».