επισυνίστημι
Greek Monolingual
ἐπισυνίστημι (Α) συνίστημι
1. ενεργώ ώστε κάτι να πήξει
2. συγκεντρώνω, μαζεύω
3. προσεταιρίζομαι κάποιον
4. εναντιώνομαι.
ἐπισυνίστημι (Α) συνίστημι
1. ενεργώ ώστε κάτι να πήξει
2. συγκεντρώνω, μαζεύω
3. προσεταιρίζομαι κάποιον
4. εναντιώνομαι.