εναντιώνομαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
και εναντιούμαι (-όομαι) (AM ἐναντιοῦμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω)
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.)
μσν.
Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω
1. είμαι αντίθετος
2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
3. αποκρούω, αντιστέκομαι
ΙΙ. μέσ. α) (μτβ.) αμφισβητώ
παραβαίνω
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
β) (αμτβ.)
1. φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
2. αντιστέκομαι
3. διαμαρτύρομαι, αγανακτώ
αρχ.
1. έχω αντίθετη ή διαφορετική γνώμη, αντιλέγω
2. είμαι δυσμενής, στρέφομαι εναντίον κάποιου.