ἐπισφάλεια

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A precariousness, τῆς τύχης Plb.38.21.3.

German (Pape)

[Seite 988] ἡ, das Trügerische, die Unbeständigkeit, τῆς τύχης, Pol. exc. Vat. p. 459.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφάλεια: ἡ, τὸ ἐπισφαλές, ἡ ἀβεβαιότης, Πολυβ. Ἀποσπ. Βατικ. σ. 459.

Greek Monolingual

ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάστασηπρόχειρον ἔχειν ἐν ταῑς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).