επιτωθάζω
Greek Monolingual
ἐπιτωθάζω (Α)
1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [[[πράως]]] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.)
2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»].