χαριεντίζομαι

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰριεντίζομαι Medium diacritics: χαριεντίζομαι Low diacritics: χαριεντίζομαι Capitals: ΧΑΡΙΕΝΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: charientízomai Transliteration B: charientizomai Transliteration C: charientizomai Beta Code: xarienti/zomai

English (LSJ)

A to be witty, jest, Ar.Fr.166, Pl.R.436d; σπουδῇ χαριεντίζεσθαι = to jest in earnest, Id.Ap.24c; χαριεντίζομαι ἐν οὐ χαρίεντι καιρῷ = make a joke at an inopportune moment D.H.Lys. 14, cf. 13.—Late in Act., Procop.Arc.9.
2 χαριεντίζομαι ἐξ ἀναφορᾶς = make a charming use of anaphora Demetr.Eloc.141.

German (Pape)

[Seite 1337] dep. med., mit Anmuth, Anstand, Artigkeit, Freiheit handeln, reden; auch scherzhaft, witzig, spöttisch reden; σπουδῇ χαριεντίζεσθαι, im Ernste scherzen, Plat. Apol. 24 c; καὶ αἰνίττεσθαι 27 d; Rep. IV, 436 d; Sp., wie Aristid.

French (Bailly abrégé)

faire le gracieux, faire l'homme d'esprit, plaisanter, badiner.
Étymologie: χαρίεις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριεντίζομαι:
1 говорить остроумно Plat.;
2 балагурить, шутить Arph.: σπουδῇ χ. Plat. шутить серьезными вещами или с серьезным видом.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριεντίζομαι: μέλλ. Ἀττ. χαριεντιοῦμαι· ἀποθ.· - φέρομαι ἔν τε τῇ ὁμιλίᾳ καὶ τῇ πράξει ὡς οἱ χαρίεντες, Διονύσ. Ἁλ. π. Λυσίου 13· μάλιστα δὲ εἶμαι ἀστεῖος, λέγω ἀστεῖα, ἀστεΐζομαι κομψῶς, Λατ. festive lequ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212, Πλάτ. Πολ. 436D· σπουδῇ χαριεντίζεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 24C· χ. ἐν οὐ χαρίεντι καιρῷ Διονύσ. Ἁλ. π. Λυσίου 14.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χαρίεις, -εντος]
1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη
2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία
νεοελλ.
ερωτοτροπώ, φλερτάρω.

Greek Monotonic

χᾰριεντίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., είμαι πνευματώδης, αστειεύομαι, Λατ. festine loqui, σπουδῇ χαριεντίζεσθαι, αστειεύομαι συντόμως, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χᾰριεντίζομαι,
Dep.:— to be witty, to jest, Lat. festive loqui, σπουδῇ χαριεντίζεσθαι to jest in earnest, Plat.