ἐπίχωμα

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίχωμα) επιχώννυμι
επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση της επιφάνειας του εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.
νεοελλ.
όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές του πεζικού.