ἐποργιάζω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

   A revel in or among, πόλεσσι Anacreont.13.23.

German (Pape)

[Seite 1009] darin Orgien feiern, πόλεσσι Anacr. 12, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποργιάζω: τελῶ ὄργια ἔν τινι τόπῳ, ὅπου πόλεσσιν ἔρως ἐποργιάζει Ἀνακρέοντ. 14 (13).

Greek Monolingual

ἐποργιάζω (Α)
τελώ όργια σε κάποιο τόπο.