ἔποχος, -ον [[επ-έχω]] (Α)1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.)2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο3. ο γυμνασμένος στην ιππασία4. πλωτός5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.