ἐρανισμός

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ὁ, = foreg.1, D.H.6.96.

German (Pape)

[Seite 1017] ὁ, Einsammeln von Beiträgen, κατ' ἄνδρα, Mann für Mann, allgemein, D. Hal. 6, 96 u. a. Sp.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρανισμός)
νεοελλ.
η σύνθεση ερανίσματος
αρχ.-μσν.
το εράνισμα.