ἐρανισμός
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
ὁ, = ἐράνισις (collecting of contributions, contributing, feeding, maintenance) 1, DH. 6.96.
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ, Einsammeln von Beiträgen, κατ' ἄνδρα, Mann für Mann, allgemein, D. Hal. 6, 96 u. a. Sp.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρανισμός)
νεοελλ.
η σύνθεση ερανίσματος
αρχ.-μσν.
το εράνισμα.