ἐπώδυνος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον

   A, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7 ; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579 ; δάκρυα Plu.2.114c : irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. -νως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.

German (Pape)

[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπώδυνος, -ον)
οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα
οδύνες, θλίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].