-ές (ΑΜ ἑτεροθαλής, -ές)(για αδέλφια) νεοελλ. από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα ή από την ίδια μητέρα και από άλλο πατέρααρχ.-μσν.από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -θαλής < θάλλω)].