ευαγγελίζομαι

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐαγγελίζομαι) ευάγγελος
φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.)
αρχ.-μσν.
1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)
2. διαβάζω το Ευαγγέλιο της ημέρας
3. κηρύσσω κάτι ως ευχάριστη είδηση
4. παθ. α) δέχομαι ευχάριστες ειδήσεις
β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο γεγονός («ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ εὐαγγελίζεται», ΚΔ).