ευαγγελίζομαι

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐαγγελίζομαι) ευάγγελος
φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῖν», Αριστοφ.)
αρχ.-μσν.
1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)
2. διαβάζω το Ευαγγέλιο της ημέρας
3. κηρύσσω κάτι ως ευχάριστη είδηση
4. παθ. α) δέχομαι ευχάριστες ειδήσεις
β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο γεγονός («ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται», ΚΔ).