ον,
A another's property, Eust.1214.27, cf. Hsch.
ἑτερώνιος, -ον (Μ)αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλ-ώνιος)].